βιβλιοχαρτοπωλείο(ν)

βιβλιοχαρτοπωλείο(ν)
το книжный и писчебумажный магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βιβλιοχαρτοπωλείο(ν)" в других словарях:

  • βιβλιοχαρτοπωλείο — το κατάστημα πώλησης βιβλίων και γραφικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοχαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοχαρτοπωλείο — το μαγαζί, όπου πωλούνται βιβλία και είδη γραφικής ύλης: Κάθε Σεπτέμβριο τα βιβλιοχαρτοπωλεία είναι γεμάτα από μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»